- θαλασσομάχος
- ο1. τολμηρός ναυτικός, θαλασσοπόρος.2. αυτός που πολεμά ή πολέμησε στη θάλασσα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θαλασσομάχος — fighting by sea masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλασσομάχος — ο (AM θαλασσομάχος, ον) αυτός που πολέμησε ή πολεμά στη θάλασσα, ο ναυμάχος νεοελλ. ναυτ. το αρσ. ως ουσ. ο θαλασσομάχος ξύλινο δοράτιο που εξείχε κάτω από τον πρόβολο τών παλαιών ιστιοφόρων και στερεωνόταν σ αυτόν με σχοινιά νεοελλ. μσν. (για… … Dictionary of Greek
θαλασσομάχοι — θαλασσομάχος fighting by sea masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-θαλασσ(ο) — πρώτο συνθετικό λέξεων που προσδίδει στο δεύτερο συνθετικό τη σημασία: α) σχέσης με τη θάλασσα («θαλασσόλυκος», «θαλασσασφάλεια» β) δοκιμασιών, βασάνων («θαλασσοπνίγομαι», «θαλασσοδέρνω») γ) αναστάτωσης, ταραχής («θαλασσοποιώ»). ΣΥΝΘ. (Α… … Dictionary of Greek
θαλασσαετός — ο 1. το πτηνό αλιάετος 2. αυτός που πολέμησε στη θάλασσα, ο θαλασσομάχος … Dictionary of Greek
θαλασσομαχία — θαλασσομαχία, ή (Α) [θαλασσομάχος] η πάλη με τα κύματα … Dictionary of Greek
θαλασσομαχώ — (AM θαλασσομαχῶ, έω) [θαλασσομάχος] κάνω ναυμαχία, μάχομαι στη θάλασσα (νεοελλ. μσν.) παλεύω με τα θαλάσσια κύματα, θαλασσοδέρνομαι, θαλασσοπνίγομαι … Dictionary of Greek
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek
οφιομάχος — ὀφιομάχος και κατά δ. γρφ.> ὀφεομάχος, ον, αρσ. και ὀφιομάχης (Α) 1. αυτός που μάχεται με φίδια 2. είδος ακρίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, ιος / εος + μάχος / μάχης (< μάχομαι), πρβλ. θαλασσομάχος] … Dictionary of Greek
άλμη — άλμη, η και άρμη, η 1. το θαλασσινό νερό: Όλη τη μέρα τον έλουζε η άλμη της θάλασσας. 2. το λεπτό στρώμα αλατιού από την επαφή με τη θάλασσα: Ήταν θαλασσομάχος ψημένος από την άρμη. 3. διάλυμα αλατιού σε νερό για διατήρηση τροφίμων, σαλαμούρα:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)